- ἅσυχα
- ἅ̱συχα , ἥσυχοςquietneut nom/voc/acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἁσυχᾶ — ἁ̱συχᾶ , ἡσυχῆ doric (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήσυχος — η, ο (AM ἥσυχος, ον) 1. ήρεμος, γαλήνιος, αδιατάρακτος («ήσυχη θάλασσα») 2. αυτός που δεν ταράσσεται από κανέναν εξωτερικό θόρυβο, αυτός στον οποίο επικρατεί ησυχία, αθόρυβος («ήσυχη κάμαρα») 3. απαλλαγμένος από φροντίδες, αμέριμνος, απερίσπαστος … Dictionary of Greek
ησυχή — ἡσυχῇ και δωρ. ἁσυχᾷ (Α) επίρρ. 1. ήρεμα, ήσυχα 2. αθόρυβα, σιωπηρά, αργά, σιγά («ἡσυχῇ γελάσαι», Πλάτ.) 3. ακίνητα, αδρανώς («κατέκειτο... ἡσυχῇ», Πλάτ.) 4. με ψυχική γαλήνη, με ήρεμη διάθεση, με ήσυχη διάθεση («ἡσυχῇ καί κατὰ μικρὸν… … Dictionary of Greek